κλεισιάδα

κλεισιάδα
και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, -άδος) [κλεισία]
νεοελλ.
1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο
2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων
3. ναυτ. α) θυρόπλοιο*
β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ κλεισιάδες
μεγάλες θύρες τής αυλής από τις οποίες εισέρχονταν τα κτήνη
αρχ.
συν. στον πληθ.
1. εξώπορτα σπιτιού («ὅπως αἴσθησις ἔξω γένοιτο τοῖς παρερχομένοις ἢ προεστῶσι και μὴ καταλαμβάνοιντο προϊούσαις ταῖς κλεισιάσιν εἰς τὸν στενωπόν», Πλούτ.)
2. δίθυρες πύλες
3. εσωτερικές θύρες σπιτιού («οἴκοι καταμένειν καὶ μηδὲ τὰς κλεισιάδας ὑπερβαίνειν», Φίλ.)
3. μτφ. είσοδος («μεγάλαι κλισιάδες ἀναπεπτέαται ἐς τὴν Πελοπόννησον τῷ Πέρσῃ», Ηρόδ.)
4. υδροφράκτης ποταμού, λίμνης ή διώρυγας («καὶ αὐτήν διὰ κλεισιάδων ἀνοιγομένων ὑποδέχεται τὸ πεδίον», Δίον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλισιάδα — η (Α κλισιάς, άδος) βλ. κλεισιάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”